- μυλαύλακο
- τοαυλάκι μέσω τού οποίου διοχετεύεται το αναγκαίο για την κίνηση τού μύλου νερό, αλλ. αμπολή.[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλος + αυλάκι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μυλαύλακο — το το αυλάκι που διοχετεύει το νερό στο νερόμυλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δέση — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.040 μ., 44 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στις πλαγιές της νότιας Πίνδου, 66 χλμ. Δ των Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιθήκων. * * * η (AM δέσις) [δω] 1. το δέσιμο, η σύνδεση 2. δέσμευση 3. συναρμογή,… … Dictionary of Greek